Στα πλαίσια αυτών των μαθημάτων προσπαθούμε να δούμε στοιχεία που μας παρέχει η επιστήμη, ο κοινός νους και η Βίβλος σχετικά με την τεκμηρίωση της πίστης μας στον Ιησού Χριστό.
Εισηγητής των μαθημάτων είναι ο Έραστος Φίλος. Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην Γερμανία. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και έκανε το διδακτορικό του στη Φυσικοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Κωνστάντιας. Εργάστηκε ως Επιστημονικό και Ερευνητικό στέλεχος στον Πανεπιστημιακό χώρο, στη Βιομηχανία και στην Ευρωπαική επιτροπή έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας στις Βρυξέλλες.
Ο Έραστος Φίλος διατηρεί το Blog https://areopagusbriefs.org/ με πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις πάνω στη Χριστιανική απολογητική. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στο email erastos.filosATgmail.com. Στο Blog του συστήνεται με το παρακάτω:
«Ως Φυσικός, με πολύχρονη εμπειρία στον χώρο της επιστήμης και τεχνολογίας, θεωρώ εφικτή την ιδέα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο κυρίαρχος Δημιουργός της Φύσης. Τόσο οι φυσικοί νόμοι όσο και η Βίβλος είναι τρόποι αποκάλυψής Του που αλληλοσυμπληρώνονται.»
Έχετε ερωτήσεις εύκολες ή δύσκολες;
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στις απορίες σας!
Μπορείτε να στείλετε τις ερωτήσεις σας στο email erastos.filos@gmail.com.
Στη συνέχεια θα δημοσιεύουμε στη σελίδα https://newlifechurch.gr/qna/ (ανώνυμα και αποσπασματικά) τις ερωτήσεις/απαντήσεις.
Ο Ιησούς δεν παρουσίασε μια απολογητική μεθοδολογία. Ούτε προώθησε μια συστηματική διδασκαλία δογμάτων της χριστιανικής πίστης.
Η απολογητική γι’ Αυτόν ήταν ένα «εργαλείο» που του επέτρεπε να βρει απήχηση και να πείσει ανθρώπους για την αλήθεια του Θεού. Η ομιλία εξετάζει συνοπτικά κάποιες στρατηγικές που χρησιμοποίησε ο Ιησούς για να πείσει τους ανθρώπους για την αλήθεια του μηνύματός Tου. Πρόκειται για την Σωκρατική μέθοδο, την αναγωγική μέθοδο, την μέθοδο του μείζονα λόγου καθώς και την παραβολική μέθοδο.
Το σπουδαιότερο ίσως είναι το γεγονός ότι ο Ιησούς έκανε χρήση της Απολογητικής της Αγάπης έτσι όπως την δίδαξε στους μαθητές Του.
Τρία διαπιστευτήρια χρησιμοποίησε ο Χριστός για να πείσει τους συνανθρώπους του για το ποιος είναι και από πού προήλθε.
Τα τρία αυτά διαπιστευτήρια αποτελούν συνάμα την απολογητική βάση της δράσης του Ιησού.
Πρόκειται (1) για τους μάρτυρες που επικαλείται, (2) για τις θαυματουργικές και λεπτομερείς προαγγελίες του ερχομού του – τις προφητείες – που αποσκοπούν να πείσουν τους δύο ανθρώπους ότι εκείνος είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός του Θεού που είχε προαναγγελθεί αιώνες πριν, και (3) τα θαύματα, σημεία που εκείνος έκανε και που επιβεβαιώνουν τη δύναμη του Θεού και συνιστούν τις προθέσεις και το έργο του στους συνανθρώπους του.
H Απολογητική αποσκοπεί στο να μεταδώσει πιστά και αποτελεσματικά τη ζωτικότητα του Ευαγγελίου μέσα στον πολιτισμό μας. Δεν έχει σκοπό να πείσει τους ανθρώπους ότι η χριστιανική πίστη, ως συγκεκριμένο σύνολο ιδεών, είναι σωστή, έστω και αν η απόδειξη της αλήθειας και της αξιοπιστίας της μπορεί να είναι σκοποί σημαντικοί.
Η Απολογητική αφορά περισσότερο μια απεικόνιση του κόσμου του Θεού που συνίσταται σε ομορφιά, καλοσύνη και αλήθεια με αξιόπιστα και ζωντανά κριτήρια, που θα ελκύσει τους ανθρώπους της εποχής μας στον πλούτο και το βάθος τους. Η Απολογητική έτσι βοηθά να αρθούν εμπόδια στη πίστη. Ενισχύει τους πιστούς στην πεποίθηση ότι η πίστη στο Θεό της Βίβλου έχει γερές βάσεις και αντέχει στη διανοητική αμφισβήτηση, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας χριστιανικής κοσμοθεωρίας – η οποία εξηγεί πώς ο Θεός ενεργεί στον κόσμο και μας αποκαλύπτεται στα δύο βιβλία αποκάλυψής του: την Αγία Γραφή και το βιβλίο της φύσης. Συμβάλλει έτσι σε έναν υγιή κοινωνικό διάλογο που μπορεί να εμπλουτίσει τον πολιτισμό μας.
Οι πρώτοι χριστιανοί έκαναν εκτενώς χρήση της Απολογητικής όταν μιλούσαν για την πίστη τους. Η Βίβλος περιέχει πολλά παραδείγματα Απολογητών που με σύνεση και σοφία συνδιαλέγονταν με τους συνανθρώπους τους και στα επιχειρήματα των οποίων οι αντίπαλοι δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν και τους χλεύαζαν, τους έδερναν, τους έκλειναν στη φυλακή ή τους έπαιρναν με τις πέτρες.
Αλλά είναι σημαντικό πως τόσο ό απόστολος Πέτρος όσο και ο Παύλος τονίζουν τις δύο συνυφασμένες πτυχές αποτελεσματικής μετάδοσης του Ευαγγελίου, το ΤΙ (το περιεχόμενό του) και το ΠΩΣ (τον τρόπο μετάδοσής του). Σημαντική είναι η αποτελεσματική μετάφρασή του στη γλώσσα και νοοτροπία της εποχής μας. Ως χριστιανοί καλούμαστε, λοιπόν, να είμαστε Απολογητές, μεταδίδοντας στους γύρω μας το λόγο για τον οποίο πιστεύουμε, με τρόπο σαφή και αποτελεσματικό.
Η παρουσίαση ασχολείται με το ερώτημα «Πού βασίζεται η Ηθική;» και τρεις πιθανές απαντήσεις που έχουν προβληθεί μέχρι σήμερα. Μια πρώτη απάντηση είναι η επιστήμη ως βάση της ηθικής. Όμως πολλοί επιστήμονες δεν διακρίνουν ότι η επιστήμη ερευνά το «πώς», δηλαδή τους νόμους και τους μηχανισμούς που συγκροτούν αυτό που ονομάζουμε «φύση». Δεν μπορεί η επιστήμη να παρέχει απαντήσεις σχετικά με το «γιατί» των νόμων, δηλαδή τον σκοπό τους. Εδώ η επιστήμη φτάνει στα όριά της, επειδή το «γιατί» δεν υπάγεται στους νόμους της φυσικής, αλλά της μεταφυσικής. Γι’ αυτό τον λόγο, κάθε εγχείρημα να στηρίξουμε την όποια «ηθική» σε φυσικούς νόμους καταντά μάταιο.
Η δεύτερη απάντηση αφορά την κοινωνία, τους πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες και κάποιες σχετικιστικές θεωρήσεις ως βάση της Ηθικής. Τόσο ο εγωιστικός παράγοντας (Χομπς), όσο και η κοινωνική δικαιοσύνη (Ρουσσώ) ή ο ωφελιμισμός, ως βάσεις ευημερίας και ηθικής δικαιοσύνης μιας κοινωνίας, είναι πέρα για πέρα ελλιπείς και ελαττωματικοί. Οι σύγχρονες κοινωνίες μαστίζονται από την αβεβαιότητα σχετικά με την αλήθεια και την αυθαιρεσία που έχει επιφέρει και επιβάλλει ο σχετικισμός. Έτσι, η βάση ηθικής συνύπαρξης των λαών στην εποχή μας καταντά όλο και περισσότερο αμφίβολη.
Τη μόνη ελπίδα σταθερής βάσης της ηθικής προσφέρει ο Χριστός ως ο ενσαρκωμένος ηθικός Λόγος του Θεού, με τον υπέρτατο χαρακτήρα του Θεού που είναι Αγάπη.
Η σημερινή ομιλία εστιάζεται στο ότι η επιστήμη μας δίνει κάποιες ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη του Θεού και την αλήθεια της Βίβλου. Δεν προσφέρει όμως αποδείξεις. Ούτε μπορούν επιστημονικά επιχειρήματα να πείσουν αυτούς που αρνούνται να παραδεχτούν την ύπαρξη του Θεού και επιμένουν στην απιστία τους, επειδή η πίστη στο Θεό δεν είναι θέμα νου αλλά καρδιάς.
Κάθε μία από τις τρεις πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις, η Μεγάλη Έκρηξη, η Δομή του DNA καθώς και η Ανθρωπική Αρχή στρέφονται ενάντια στον υλισμό και τον επιστημονικό αθεϊσμό. Κάνουν την πίστη στο Θεό επιστημονικά εφικτή!
Η σημερινή ομιλία δεν ασχολείται με τις λεπτομέρειες των διάφορων θρησκειών, αλλά με τον συγκρητισμό και τον πλουραλισμό που μας φέρνουν αντιμέτωπους με ιδέες όπως «όλες οι θρησκείες καταλήγουν στο θεό» και ότι αρκεί η ειλικρινής προσπάθεια, επίσης και η ιδέα «κάθε θρησκεία περιέχει μέρος της αλήθειας, όχι ολόκληρη την αλήθεια».
Επειδή τέτοιες ιδέες παραπλανούν πολλούς, ως πιστοί πρέπει να ξέρουμε πώς καλύτερα να παρουσιάσουμε τον Χριστό ως την μόνη οδό και την αλήθεια στους συνανθρώπους μας.
Σήμερα η σχέση σώματος-νου ερευνάται επιστημονικά και φιλοσοφικά με έντονο ενδιαφέρον.
Η γνωσιακή επιστήμη ασχολείται με τη μελέτη του νου και των γνωσιακών φαινομένων. Συνδυάζει προσεγγίσεις από τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τη γλωσσολογία με τις νευροεπιστήμες και την πληροφορική για πληρέστερη κατανόηση της ανθρώπινης σκέψης και νόησης.
Ο φυσικαλισμός με τον οποίο πολλοί επιστήμονες σήμερα επιχειρούν να αποκρυπτοποιήσουν το αίνιγμα της συνείδησης φαίνεται να μην οδηγεί σε ικανοποιητική εξήγηση και πολλές προσπάθειες που εμπνέονται από τον πόθο εξήγησής της ανάλογα με αυτό που χαρακτηρίζεται ως τεχνητή νοημοσύνη και επακόλουθα όπως η τεχνολογική ενίσχυση του ανθρώπινου σώματος (transhumanism) φαίνεται να οδηγούν σε αδιέξοδο και σε μια τεχνολογικά καταπιεσμένη ανθρωπότητα.
Μήπως έχουμε εγκαταλείψει αυτό που η Βίβλος ονομάζει «ψυχή» και χάνουμε αυτό που μας καθιστά ανθρώπους;
Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και οι επιστήμονες είναι άνθρωποι της πίστης ή όχι.
Η αλαζονεία του επιστημονισμού εκφράζεται στην πεποίθηση ότι η επιστήμη μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Αυτό όμως δεν ισχύει, επειδή η ίδια η επιστήμη συχνά βρίσκεται μπροστά στο ανεξήγητο. Είναι λοιπόν απαραίτητο να γίνεται διάκριση ανάμεσα στη γνώμη (ιδεολογία) ενός επιστήμονα και τα αποτελέσματα (δεδομένα) της επιστημονικής έρευνάς του και την επιστήμη καθαυτή. Ενώ ο επιστημονισμός αμφισβητεί τον Θεό, η επιστήμη δεν αποκλείει ότι Θεός υπάρχει και μπορεί να μας οδηγήσει στη γνώση και λατρεία Του. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι πρώτοι επιστήμονες πίστευαν πως πίσω από τους νόμους της φύσης βρίσκεται ένας Νομοθέτης και ότι ως ‘εικόνα Θεού’ ο άνθρωπος καλείται με την έρευνά του να κυριαρχεί επάνω στη φύση.
Ο κάθε άνθρωπος σήμερα οφείλει να είναι ενημερωμένος και δεν πρέπει να αποφεύγει ή να προσπερνά θέματα περί επιστήμης και αλήθειας, επειδή το οφείλει στον εαυτό του πρώτα αλλά και στα παιδιά του.
Στο πέρασμα των αιώνων έχει γραφτεί ένας τεράστιος αριθμός βιβλίων, λίγα από αυτά μπορούν πραγματικά να θεωρηθούν σπουδαία. Ωστόσο, υπάρχει ένα βιβλίο που ξεχωρίζει και είναι πραγματικά μοναδικό: η Βίβλος. Γράφτηκε και συγκροτήθηκε σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε αιώνων από σαράντα συγγραφείς και πλέον. Έχει μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου και σε πολλούς διαλέκτους, και έχει εκδοθεί σε περισσότερα αντίτυπα από κάθε άλλο βιβλίο, αποτελώντας μοναδική πηγή έμπνευσης για εκατομμύρια ανθρώπους.
Τι κάνει τη Βίβλο ξεχωριστή σε σχέση με όλα τα άλλα βιβλία (συμπεριλαμβανομένου και του Κορανίου) και ειδικά πως τεκμηριώνεται η μοναδικότητα της; Ο εισηγητής αναφέρει τρία επιχειρήματα, που επιβεβαιώνουν γιατί σήμερα μπορεί να είναι βέβαιος κανείς για την αξιοπιστία της Βίβλου, και ειδικά, γιατί οι χριστιανοί μπορούν να θεωρούν την Αγία Γραφή ως τον Λόγο του Θεού και να τον εμπιστεύονται.
Ως φυσικό κακό θεωρούμε κακές καταστάσεις που δεν παράγονται άμεσα ή εσκεμμένα από ανθρώπους – πολλές φορές μάλιστα δεν διακρίνονται ως ανθρώπινα προκαλούμενες, γι’ αυτό και η ονομασία «φυσικό» κακό, δηλαδή το κακό και ο πόνος που προκαλούνται από σεισμούς, θεομηνίες, πυρκαγιές, ασθένειες, ατυχήματα κ.λπ.
Μπορεί ο Θεός (ακόμη και έμμεσα) να κατηγορηθεί ότι, σε τελική ανάλυση, είναι ο Ίδιος η αιτία του φυσικού κακού; Η Βίβλος διδάσκει ότι ο Θεός συμπάσχει με τον πόνο μας. Η ομιλία επιχειρεί να ερευνήσει κάποιες πτυχές του φαινομένου αυτού.
Σχετικά με το θέμα αυτό θα επιχειρήσουμε μια σύντομη ανασκόπηση σχετικά με το στίγμα που οι οπαδοί του Χριστού (και η εκκλησία γενικά) έχουν αφήσει στην Ιστορία και πώς αυτό μπορεί να είναι ένα χρήσιμο επιχείρημα ώστε να πειστεί κάποιος ότι το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια.
Η Ιστορία της εκκλησίας ανά τους αιώνες έχει αφήσει απτά σημάδια έμπρακτης αγάπης του Θεού στην κοινωνία και ο πολιτισμός που εξελίχτηκε υπό την επιρροή του Χριστιανισμού χαρακτηρίζεται από αξίες και το ήθος της Βίβλου.
Θα αναφέρουμε ενδεικτικά έξι από τα κύρια πολιτιστικά και κοινωνικά επιτεύγματα του Χριστιανισμού στην ιστορία και θα παραπέμψουμε σε κάποια αξιόλογα βιβλία τα οποία αναγνωρίζουν την αξία της απολογητικής της εκκλησίας στην παγκόσμια Ιστορία.
Ζούμε σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται, αφενός από μια αθεϊστική αμφισβήτηση του Θεού, αφετέρου από πληθώρα ‘πλαστών θαυμάτων’ πού όλα τους επικαλούνται το θείο, κατακλύζοντας κοινωνικά δίκτυα και την ειδησεογραφία καθημερινά.
Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντί τους ώς χριστιανοί;
Το κλειδί στο δίλημμά μας αυτό βρίσκεται στη σωστή διάκριση: O χριστιανός δεν πρέπει να είναι άπιστος Θωμάς – πέφτοντας εύκολα στη παγίδα ενός αφελούς σκεπτικισμού —, αλλά ούτε και να είναι ευκολόπιστος – πιστεύοντας κάθε είδηση περί θαυματουργικών ενεργειών, μόνο και μόνο επειδή πιστεύει ότι υπάρχει ο υπερβατικός κόσμος.
Η τεχνητή νοημοσύνη έχει εισχωρήσει για τα καλά στη ζωή μας και ο ντόρος που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα στα μίντια και τα κοινωνικά δίκτυα είναι μεγάλος, ειδικά επειδή στις αρχές του χρόνου νέες εφαρμογές όπως το ChatGPT της εταιρίας OpenAI, το Bard της Google και άλλα έκαναν την εμφάνισή τους ως θαύματα μηχανικής μάθησης, με βάση αυτό που ονομάζεται Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα, τα οποία, χρησιμοποιώντας τεράστιες ποσότητες δεδομένων, αναζητούν μοτίβα σε αυτά και γίνονται όλο και πιο ικανά ως προς την γραπτή έκφραση.
Η ομιλία επιχειρεί να ερευνήσει το θέμα αυτό από την άποψη του χριστιανού στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και πώς ως χριστιανοί πρέπει να αντιμετωπίζουμε της προκλήσεις της τεχνολογίας αυτής.
Το να αποδείξει κανείς την ύπαρξη του Θεού κάποιοι πιστοί το θεωρούν ένα άσκοπο θέμα. Γι’ αυτούς ο Θεός υπάρχει, είναι μια πραγματικότητα στην οποία βασίζουν τη ζωή τους. Άλλωστε «έχουμε τη Βίβλο», λένε, «εκείνη μας αποκαλύπτει τί ο Θεός ζητά από μας. Δεν έχει νόημα επομένως να ασχολούμαστε με επιχειρήματα ή τυχόν και αποδείξεις περί ύπαρξης του Θεού»!
Αλλά και για τους άθεους, το θέμα αυτό θεωρείται χωρίς νόημα, επειδή γι’ αυτούς, Θεός δεν υπάρχει. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να τους πείσει για το αντίθετο!
Όμως, είναι πολλοί σήμερα αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα. Και είναι ευάλωτοι ως προς τα επιχειρήματα κατά του Θεού. Στη Καινή Διαθήκη παρατηρούμε πώς ο Ιησούς τονώνει την πίστη των μαθητών του με το να τους λέει: «Κοιτάξτε τα λουλούδια, πώς ο Θεός τα στολίζει! Δείτε τα σπουργίτια, δεν φροντίζουν αυτά για την τροφή τους, ο Θεός όμως τα τρέφει με την πρόνοιά Του». Ο λόγος αυτός του Χριστού σκοπεύει στο να ενδυναμώσει τους ολιγόπιστους μαθητές … Χρησιμοποιεί μάλιστα επιχειρήματα από την καθημερινότητα της ζωής για να τους πείσει για την θεϊκή πραγματικότητα.
Ως πιστοί, έχουμε ανάγκη να δώσουμε εξηγήσεις σχετικά με το νόημα της πίστης μας. Τα επιχειρήματα μάς βοηθούν σ’ αυτό, επειδή δείχνουν ότι η πίστη στο Θεό δεν είναι εκτός λογικής. Έχει ορθολογική βάση, επειδή ο ίδιος ο Θεός είναι η βάση κάθε Λογικής στον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Το θέμα αυτό αφορά στην διευκρίνηση δύο εννοιών: αυτή της ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ και αυτή του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ.
Ήδη στο πρώτο μάθημα της σειράς αυτής είχαμε ορίσει την απολογητική ως διακονία απέναντι στους σκεπτικιστές μέσα κι έξω από την εκκλησία. Η απολογητική μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση του σκεπτικισμού που οδηγεί στην αμφισβήτηση του Θεού και σε μια ανικανότητα πίστης. Μπορεί όμως να υπάρχει απολογητική χωρίς ευαγγελισμό;
Οι δυο αυτές έννοιές συμβαδίζουν και συνυπάρχουν στη ζωή μιας εκκλησίας, αλλά και στη ζωή μας ως χριστιανών. Δεν μπορεί να διαχωριστούν αυθαίρετα. Πρώτον, επειδή η απολογητική βοηθά στην άρση εμποδίων για την πίστη. Ασχολείται με δεδομένα που βασίζονται στην Αλήθεια. Και δεύτερον, επειδή ο ευαγγελισμός ασχολείται με την μετάδοση του Ευαγγελίου (την διάδοση των Καλών Νέων περί Θεού και Σωτηρίας). Ο ευαγγελισμός μιλάει για το τι απαιτεί και τι προσφέρει ο Θεός σε αυτούς που θέλουν να Τον προσεγγίσουν.
Πολλές αξίες του πολιτισμού μας, αξίες που οι άνθρωποι σήμερα θεωρούν δεδομένες, έχουν διαμορφωθεί υπό την επιρροή του Ευαγγελίου. Δεν πρόκειται για αρχαίες παραδόσεις, ούτε είναι εφευρέσεις της Διαφώτισης ή του Νεωτερισμού. Κάποιοι αρνητές της πίστης το διαδίδουν αυτό και δείχνουν με αυτό τον τρόπο είτε ότι είναι αμόρφωτοι, είτε ότι έχουν σκοπό να διαδώσουν αντι-χριστιανική προπαγάνδα. Οι αξίες αυτές είναι ξεκάθαρα καρπός της Χριστιανικής Παράδοσης στην Ευρώπη και στο δυτικό κόσμο. Αποτελούν σοβαρή ένδειξη πως το Ευαγγέλιο είναι Αλήθεια.
Ο Χριστιανισμός χάρισε στην κοινωνία μας «ανθρώπινα δικαιώματα», όπως η ελευθερία σκέψης, έκφρασης και πίστης, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, το δικαίωμα στη ζωή, η ανοχή απέναντι στη διαφορετικότητα, το κράτος δικαίου. Επίσης, η χριστιανική πίστη έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην τεχνολογική ανάπτυξη και στα επιστημονικά επιτεύγματα.
Ο βρετανός ιστορικός, Τομ Χόλαντ, στο γνωστό βιβλίο του «Dominion» (Επικράτεια) γράφει:
«Ο Χριστιανισμός είναι η πιο διαρκής και ισχυρή κληρονομιά του αρχαίου κόσμου και η ανάδυσή του είναι η μοναδική πιο μεταμορφωτική εξέλιξη στη δυτική ιστορία. Ακόμη και ο αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων στη Δύση σήμερα που έχουν εγκαταλείψει την πίστη των προγόνων τους και απορρίπτουν κάθε θρησκεία ως άσκοπη δεισιδαιμονία, παραμένουν κληρονόμοι της».
Ο «αθεϊσμός» σημαίνει άρνηση πίστης στην ύπαρξη του Θεού, επειδή γι’ αυτόν δεν υφίσταται τέτοια ύπαρξη. Όμως, ο αθεϊσμός, ως «εμμονή σε ένα ψευδές αφήγημα», δεν μπορεί να αντέξει την αλήθεια που αποκαλύπτεται δυναμικά στη Φύση και στην Ιστορία. Γι’ αυτό καταρρέει.
Από την άλλη πλευρά, η πίστη στο Θεό είναι σε θέση να επιβιώσει ακόμα και στην εποχή του Μετανεωτερισμού υπό την μορφή μιας εκκλησίας που αποτελεί το ζωντανό «σώμα του Χριστού» μέσα στη κοινωνία.
Η ανάσταση του Ιησού Χριστού βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας του Χριστιανισμού. Η
σωματική του ανάσταση αποτελεί την κεντρική δοξαστική πεποίθηση της χριστιανικής
πίστης αλλά και σημείο απόδειξης της αληθοφάνειας των ισχυρισμών της.
Δεδομένης της σημασίας του Πάσχα για τους χριστιανούς, και της αμφισβήτησης των
δεδομένων από κάποιους σκεπτικιστές θα επιχειρήσουμε να συζητήσουμε κάποια από τα
κύρια επιχειρήματα για την σωματική ανάσταση του Ιησού Χριστού.
Ο απόστολος Ιωάννης ξεκινά το Ευαγγέλιό του μιλώντας για τον αιώνιο Λόγο, το δημιουργό και συντηρητή των πάντων, το φως των ανθρώπων, να καταδέχεται να έλθει στον κόσμο μας όπου επικρατεί το σκότος, η κακία και η αμαρτία και να γίνει άνθρωπος (να ‘σαρκωθεί’) γίνοντας έτσι για μας τους ανθρώπους Λόγος Θεού κατανοητός και σωτήριος.
Το χαρακτηριστικό του Λόγου, ότι είναι κατανοητός, οφείλεται στο γεγονός ότι ο Λόγος «σαρκώθηκε». Επίσης, το ότι ο Λόγος είναι αποτελεσματικός, δηλαδή ότι ως Δημιουργός μιλάει και γίνεται, διατάσσει και εκτελείται, καταδεικνύει την εξουσία και τη δύναμή του. Είναι αποκαλυπτικός ο Λόγος επειδή φωτίζει κάθε άνθρωπο.
Αυτός, για τον οποίο ο Ιωάννης γράφει, μας άφησε το γραπτό του Λόγο, τη Βίβλο. Η Βίβλος είναι αξιόπιστη και στηρίζεται σε ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία. Προφητείες βρίσκουν την εκπλήρωσή τους. Αυτό, αν και αποτελεί αίνιγμα για τους άθεους, δεν παύει να είναι ένα θαύμα για τους πιστούς!
Ο Χριστός άφησε στους μαθητές του ένα διαπιστευτήριο: Τη σάρκωσή Του μέσα τους, μέσω του Αγίου Πνεύματος η οποία γίνεται ορατή ως ζωή λυτρωμένων πιστών με προορισμό την αγιότητα!